ἀπήχθετο

ἀπήχθετο
ἀπάχθομαι
imperf ind mp 3rd sg (attic epic ionic)
ἀπέχθομαι
imperf ind mp 3rd sg
ἀπεχθάνομαι
to be hated
aor ind mid 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κηρόθι — (Α) επίρρ. εγκαρδίως, μες στην καρδιά, κατάβαθα («εἰ δέ τοι Ἀτρεΐδης μὲν ἀπήχθετο κηρόθι μᾱλλον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆρ (II) «καρδιά» + επιρρμ. κατάλ. θι*, δηλωτική τού τόπου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”